Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Οι 5 καλύτεροι ραπ δίσκοι του 2015 pt.3: Earl Sweatshirt - I Don't Like Shit, I Don't Go Outside

Επιστροφή στο flow του καταθλιπτικού εγκλήματος. Πήρε καιρό να κάτσω να γράψω αυτό το κείμενο, παρότι ακούω το άλμπουμ από τότε που κυκλοφόρησε (23 Μαρτίου), κυρίως για 3 λόγους: Αρχικά, εδώ και κάτι βδομάδες δεν μπορώ να κοιμηθώ –αρκετά– με αποτέλεσμα να μην είμαι και τόσο αποδοτικός σε παραγωγικές εργασίες. Δεύτερον, ήθελα να το μελετήσω σε βάθος ώστε να ωριμάσει μέσα μου σαν σύνολο. Τέλος, δεν είναι δύσκολο να το έχετε προσέξει, o Earl Sweatshirt είναι ο αγαπημένος μου ράπερ τα τελευταία δύο χρόνια. Δε μ’ έψηνε να είμαι παρορμητικός με πρόωρους ενθουσιασμούς ή απογοητεύσεις. Θα μπορούσα απλά να συνεχίσω ν’ ακούω το cd με την ησυχία μου αναβάλλοντας την ενημέρωση σχετικά με την άποψη μου, αλλά κάτι μέσα στο κρανίο μου φώναξε YOLO και να ‘μαστε σε μια ακόμη υπεραναλυτική hip-hop κατάσταση.




Για τους αμύητους: ο Earl Sweatshirt είναι ένας 21χρονος mc και beatmaker που έγινε γνωστός μέσω της Odd Future, μιας χιπ-χοπ αυτοκρατορίας που δημιούργησε ο Tyler The Creator, φέρνοντας το χιπστερ στην μαύρη κουλτούρα και την μαύρη κουλτούρα στο χιπστερ. Shock value, συχνά κενό περιεχομένου με καινοτόμα αισθητική. Δεν άργησαν να τα σαρώσουν όλα με εντυπωσιακά clips, φρέσκο στυλ στα beats και χαρακτηριστικές φωνές. Πούλησαν μια θάλασσα από κάλτσες, παπούτσια και μπλουζάκια, γιατί όλοι ξέρουμε πως ένα σιντί δε μπορείς να το δείχνεις στο δρόμο και να παίρνεις συγχαρητήρια επειδή γνωρίζεις την ύπαρξη του καλλιτέχνη ή και όχι. Άλλα ενδιαφέροντα ονόματα από την κλίκα: Hodgy Beats (ράπερ, παραγωγός), Domo Genesis (ράπερ), Frank Ocean (τραγουδιστής, ράπερ, γνωστή αδερφή), Casey Veggies (ράπερ) κι ένας άκυρος λευκός τύπος που κάνει skate. Αν και όλοι το έχουνε στο παιχνίδι με τις λέξεις, ο Earl Sweatshirt είναι κατα κοινή ομολογία ο πιο ικανός και αυθεντικός στιχουργός. Παραμένει φάουλ να μην ασχοληθείτε με το Wolf του Tyler, την πρώτη και πιθανότατα τελευταία πολύ καλή δουλειά του. Ένιγουέι, πρόσφατα είχανε μια φιλική διάλυση, λέγοντας ότι μεγάλωσαν και θέλουν διαφορετικά πράγματα, ήταν έτσι κι αλλιώς καιρό απομακρυσμένοι και λοιπά. Rip Odd Future. Αλλά τώρα αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ο μικρός με τα μεγάλα χείλια.




Thebe Neruda Kgositsile, όπως είναι το βαφτιστικό του: γιος του ποιητή και πολιτικού ακτιβιστή Bra Willie. Παράτησε τον Earl όταν ήταν μόλις 6 χρονών, αφού το να αγωνίζεσαι για τα δικαιώματα των αφροαμερικανών δεν σε κάνει απαραίτητα καλό πατέρα. Μεγάλωσε με την μανούλα του, η οποία στα 17 του, αμέσως μετά την ηχογράφηση του πρώτου του EP, τον έστειλε σε ένα νησί με σχολικό οικοτροφείο (therapeutic retreat school) γιατί ήταν άτακτος και έπινε πολύ όπως η γιαγιά του. Στο νέο του σπίτι έπρεπε να ζητήσει άδεια μέχρι και για να πάει στην τουαλέτα ιδιαίτερα ενοχλητικό αν έχεις πιει πολλές μπίρες– κάτι που φαίνεται να ενίσχυσε την αντικοινωνικότητα του. Όταν κατάφερε να αποδράσει (αποφοιτώντας ως role model) επέστρεψε στην ενεργό δράση μαζί με τους φίλους του για να κάνει όχι τα ίδια αλλά πολύ χειρότερα. Το 2013 κυκλοφόρησε το Doris, ένα από τα καλύτερα hip-hop albums που έχω ακούσει. Φέτος ήρθε η σειρά του δεύτερου LP, με τον οπτιμιστικό τίτλο I Don’t Like Shit, I Don’t Go Outside.




Ήδη από τα πρώτα λεπτά ακρόασης του σχετικά μικρού σε διάρκεια δίσκου γίνεται εμφανές πως το μόνο που απέμεινε από την εφηβική αθωότητα του Earl είναι μερικές, σχεδόν ειρωνικά φωτεινές λούπες. Η θεματολογία του περιστρέφεται γύρω από το πένθος για την νεκρή γιαγιά του, το πόσο τον αγχώνει η ανθρωπότητα, μια κλειστοφοβική τάση φυγής. Διάσκορπα ντισάκια στον πατέρα του που τον παράτησε, αναφορές σε Xanax και αλκοόλ, στην διαταραγμένη σχέση με την μητέρα του, στον θεό που δεν τον βοηθάει επειδή δεν πιστεύει σ’ Αυτόν, όλα γαρνιρισμένα με περιαυτολογίες για το πόσο μπροστά είναι ως καλλιτέχνης. Περιορίζει τα feat που δίνει στους ράπερς γιατί δεν τα αξίζουνε, βλέπει παντού υποκριτές, μαλάκες, μπάτσους, και σχολιάζει τον πρόσφατο επώδυνο χωρισμό του με πίκρα, ενοχές και θυμό. Έτσι προκύπτει ένα αρκετά πρωτότυπο μείγμα battle rap και καταθλιπτικής μεμψιμοιρίας, μια ωραία αντίφαση. Τα λόγια του ξεχύνονται ασυγκράτητα χωρίς να περιορίζονται σε αυστηρό θέμα τα τραγούδια. Εκεί που λέει πόσο υπέροχα χώνει αρχίζει να εξηγεί τι έγινε με την κοπέλα του, εκεί που πίνει ουίσκι μέχρι να ζαλιστεί και δεν υπάρχουν καθόλου γονίδια φλώρου στο DNA του, σκάει ένας τύπος και λέει για τον φίλο του που πέθανε. Θα σταθώ λίγο σ’ αυτό γιατί είναι μια αξιοπρόσεκτη ιστορία. Ο Earl ήταν με τον φίλο του Nakel στο στούντιο, για ν’ ακούσουν τα κομμάτια του εν λόγω δίσκου και να πάρουν LSD, και όλα πήγαιναν όπως είχαν προγραμματιστεί μέχρι να μάθει ο Nakel μέσω τηλεφώνου ότι ένας φίλος του που είχε να δει καιρό μόλις είχε πεθάνει. Μέσα σε αυτήν τη φρικαρισμένη, τριπαρισμένη κατάσταση τον έβαλε ο Earl να γράψει ένα κουπλέ γι’ αυτό που είχε συμβεί, και το αποτέλεσμα μπορείτε να το ακούσετε στο 9ο track.




Όσο για το πρώτο πράγμα που με έκανε να τον λατρέψω, το smooth με τόνους στυλ flow του το οποίο αποτελεί μια εξέλιξη κατά ένα τρόπο της λογικής του MF Doom, είναι παρόν κι εδώ και με τις απαραίτητες αλλαγές και προσθήκες για να μην γίνει μονότονο. Η φωνή του, όπως και σε κάθε δουλειά του μέχρι τώρα, εκτός των άλλων λόγω ηλικίας, ακούγεται κάπως διαφορετική. Πειραματίζεται λίγο παραπάνω με τις ταχύτητες και το ύφος, την μια τον ακούς έτοιμο να κλάψει και την άλλη έτοιμο να αρχίσει να σε κοροιδεύει, πάντα με καλοδουλεμένο χρωματισμό. Η επιλογή του να εμπλουτίσει την ερμηνεία του ήταν συνειδητή, απ’ ότι φαίνεται και από τον στίχο “Niggas pitches need to change, I separated from my main one”. Μάλλον ήθελε να απαντήσει και σε όσους γκρίνιαζαν ότι λέει όλα τα κουπλέ του πάνω κάτω με τον ίδιο τρόπο, στο Doris. Και φυσικά είναι κάτι που εξυπηρετεί την κυκλοθυμία του project. Παίζει εθιστικά με τη ροή του χωρίς να θυσιάζει το περιεχόμενο και προσθέτει λίγο swag στο σκοτεινό «δεν την παλεύω καθόλου» δημιούργημά του. Μια ακόμη ωραία συμμετοχή είναι και του Vince Staples, ο οποίος με απογοήτευσε δυστυχώς με το φετινό ντεμπούτο του, αλλά φαίνεται πως όποτε συνεργάζεται με τον Earl βγάζει τον καλύτερο εαυτό του. Εμφανίζεται στο Wool, τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ, με το γνώριμο μπιλφάδικο flow του που τον έκανε γνωστό και στο Hive. Λέει πάλι ότι τον θέλουνε οι γκόμενες και πως θα μας πυροβολήσει, αλλά οκ το κάνει με όμορφη αισθητική. Α, το Grief είναι κομματάρα:




Όπως είπα και στο ξεκίνημα της κριτικής, ο Earl είναι επίσης beatmaker, και δεν υπάρχει αμφιβολία πως το I Don’t Like Shit I Don’t Go Outside δεν θα είχε την ίδια κολασμένη/καταδικασμένη ατμόσφαιρα αν δεν είχε αναλάβει την πλειοψηφία της παραγωγής –8 από τα 10 κομμάτια– ο ίδιος. Υπό το ψευδώνυμο RandomBlackDude, συνδυάζοντας lofi, downtempo και trap στοιχεία με υποτονικά πιάνα, ambient ήχους και distortion, καταφέρνει να γίνει στ’ αυτιά μου ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς παραγωγούς, από αυτούς που δεν χρειάζεται να ξέρεις ποιος έφτιαξε το μπιτ για να καταλάβεις ότι είναι δικό τους (βλέπε El-P). Απογοήτευσε όσους περίμεναν bangers αλλά δεν φαίνεται να τον νοιάζει και πολύ. Πήρανε ήχους με κραυγές από παιδάκια και χαλασμένα claps αντ’ αυτού.


Γενικά προσπαθούσα να καταλάβω εξ’ αρχής αν μου άρεσε περισσότερο το Doris. Η πρώτη εντύπωση ήταν πως το Doris είναι πολύ καλύτερο, και ίσως να ισχύει, αλλά με μια δεύτερη ανάγνωση ο νέος δίσκος είναι αρκετά ξεχωριστός για να υφίσταται σύγκριση. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μισάωρο αγοραφοβικό για την διαδικασία της ενηλικίωσης του Earl Sweatshirt, η οποία απ’ ότι φαίνεται είναι ένα πάτωμα στο οποίο έπεσε με τα μούτρα. Δεν φθίνει με τις πολλαπλές ακροάσεις, αντιθέτως αποκτάει περισσότερο βάθος, με εξαίρεση πιθανώς τις συμμετοχές, που όπως είπα πριν αξίζουν απλά δεν είναι και για να τις ακούσεις 100 φορές. Για παράδειγμα αυτό του Nakel μετράει πολύ στην πρώτη επαφή λόγω του μύθου γύρω από αυτό, αλλά με την πάροδο των ακροάσεων αρχίζει να ενοχλεί το πόσο άτεχνο είναι. Δε μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο αρνητικό. Ελπίζω να βγάλει κι άλλο cd πριν πεθάνει, ο Earl.

Flow/Ερμηνεία: 8.5/10
Στίχοι: 7.5/10
Μουσική: 8.5/10
-8,1